- ξεσκάλισμα
- το [ξεσκαλίζω]1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεσκάλισμα — το, ατος ανακίνηση παλιών υποθέσεων, ανασκάλεμα: Δε συμφέρει το ξεσκάλισμα αυτής της υπόθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)